-
1 φυγαδικός
φυγαδικός, den φυγάς, den Flüchtling od. Verbannten betreffend, ihm eigen, geziemend; Thuc. 6, 92; τὸ φυγαδικόν, = οἱ φυγάδες, D. Hal. 6, 63; auch οἱ φυγαδικοί, Pol. 23, 10, 6. – Adv., φυγαδικῶς ζῆν Plut. Timol. 24.
-
2 φυγαδικός
A of or for an exile, φ. προθυμία the reckless zeal of a refugee, Th.6.92;φ. ἐλπίδες Plu.Pel.8
;φ. νῆσος Id.2.603b
;φ. οἰκίαι IG12(9).196.24
(Eretria, iv B. C.); οἱ φυγαδικοί, = οἱ φυγάδες, Plb.22.10.6;τὸ φ. D.H.6.63
, D.S.14.32. Adv.-κῶς, ζῶντας Plu.Tim.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυγαδικός
См. также в других словарях:
φυγαδικός — ή, όν, Α [φυγάς, άδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φυγάδα («φυγαδικὴ νῆσος», Πλούτ.) 2. (το αρσ. στον πληθ. ή το ουδ. στον εν. ως ουσ.) oἱ φυγαδικοί ή τὸ φυγαδικόν οι φυγάδες. επίρρ... φυγαδικῶς Α κατά τον τρόπο τών φυγάδων … Dictionary of Greek